σκάπουλος

σκάπουλος
ο, Ν
(παλαιότερα) (στο Μεσολόγγι) ψαράς που είχε δικαίωμα να ψαρεύει ελεύθερα σε ορισμένες μόνο περιοχές τής λιμνοθάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για λ. ιταλ. προελεύσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”